- κρηπίς
- κρηπί̱ς , κρηπίςman's high bootfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρηπίς — (I) κρηπίς, ῑδος, ἡ (AM) βλ. κρηπίδα. (II) η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σύνθετα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. crepis < λατ. crepis < κρηπίς] … Dictionary of Greek
κρηπῖδα — κρηπίς man s high boot fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηπῖδας — κρηπίς man s high boot fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηπῖδες — κρηπίς man s high boot fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηπῖδι — κρηπίς man s high boot fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηπῖδος — κρηπίς man s high boot fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηπῖσι — κρηπίς man s high boot fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηπῖσιν — κρηπίς man s high boot fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοκρήπις — θεοκρήπις, ιδος, ή (Α) (για πόλη ή κτίσμα) αυτή που ιδρύθηκε ή θεμελιώθηκε από θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κρήπις (< κρηπίς «βάση»), πρβλ. αλι κρήπις, εϋ κρήπις] … Dictionary of Greek
κρηπῖδ' — κρηπῖδα , κρηπίς man s high boot fem acc sg κρηπῖδι , κρηπίς man s high boot fem dat sg κρηπῖδε , κρηπίς man s high boot fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)